Η Αναθεωρητική Έφεση με αρ. 129/2015 ασκήθηκε από την Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (στο εξής «Αιτήτρια»ή«ΑΤΗΚ») εναντίον της πρωτόδικης απόφασης στην Προσφυγή αρ. 2004/2012 που εκδόθηκε στις 29/09/2015. Το Ανώτατο Δικαστήριο στα πλαίσια της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας απέρριψε το σύνολο των λόγων ακύρωσης που προέβαλε η Αιτήτρια και επικύρωσε την απόφαση της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (στο εξής η «Καθ’ης η Αίτηση» ή «Επιτροπή») με αρ. 48/2012 για στοιχειοθέτηση παράβασης των άρθρων 6(1)(β) και 6(1)(γ) του περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου, Ν.13(Ι)/2008 (στο εξής «Νόμος»).
Ιστορικό
Η Thunderworx Ltd, την οποία διαδέχθηκε η Primetel PLC (στο εξής «Ενδιαφερόμενο Μέρος»), υπέβαλε στις 11/10/2005 καταγγελία εναντίον της Αιτήτριας στην Επιτροπή για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, κατά παράβαση του άρθρου 6(1) του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου, Ν. 207(I)/1989.
Στις 29/1/2008 η Επιτροπή ανακάλεσε την προηγούμενη διαδικασία και στις 8/1/2009 ξανάρχισε τη διαδικασία με νέα συγκρότηση, εξετάζοντας από την αρχή την καταγγελία υπό το φως της απόφασης Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλης (2007) 3 ΑΑΔ 560. Η Επιτροπή εξέδωσε απαγορευτική απόφαση στις 14/10/2010 με την οποία επέβαλε στην ΑΤΗΚ διοικητικό πρόστιμο ύψους €960.000.
Η απόφαση της Επιτροπής ακυρώθηκε εν τέλει στα πλαίσια της Προσφυγής αρ. 2/2011 που άσκησε η ΑΤΗΚ. Η Καθ’ης η Αίτηση αποδέχτηκε την ακύρωση της απόφασης, συνεπεία και της απόφασης της πλήρους Ολομέλειας στην Exxon Mobil Cyprus Ltd και Άλλες ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2011) 3 ΑΑΔ 449, στην οποία κρίθηκε ότι δεν υπήρχε νόμιμη συγκρότηση ενόψει παρατυπιών στο διορισμό του Προέδρου της Επιτροπής.
Με νέα σύνθεση η Επιτροπή στις 14/2/2012 αποφάσισε να εξετάσει την καταγγελία εξ υπαρχής κρίνοντας ότι δικαιολογείται η διεξαγωγή έρευνας της καταγγελίας.
Ακολούθως, η Επιτροπή αποφάσισε στις 30/3/2012 στη βάση του άρθρου 17(2) του Νόμου να καταρτίσει Έκθεση Αιτιάσεων, σχετικά με την διαπιστωθείσα εκ πρώτης όψεως παράβαση του άρθρου 6(1)(β) και 6(1)(γ) του Νόμου από μέρους της ΑΤΗΚ.
Η τελική απόφαση της Επιτροπής εκδόθηκε στις 8/10/2012. Με την εν λόγω απόφαση κρίθηκε ότι οι πράξεις και/ή παραλείψεις της ΑΤΗΚ στοιχειοθετούν παράβαση των άρθρων 6(1)(β) και 6(1)(γ) του Νόμου, επιβάλλοντας στην ΑΤΗΚ διοικητικό πρόστιμο ύψους €960.000. Στη συνέχεια η ΑΤΗΚ προσέβαλε τη νομιμότητα της απόφασης αρ. 48/2012 της Επιτροπής με την Προσφυγή 2004/2012. Η Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση στις 29/9/2015 με την οποία απέρριψε τους λόγους ακύρωσης που προέβαλε η ΑΤΗΚ.
Το Ανώτατο Δικαστήριο (στο εξής «Δικαστήριο») κατά την άσκηση της Δευτεροβάθμιας Δικαιοδοσίας του, εξέδωσε απόφαση στις 2/11/2022 απορρίπτοντας την Αναθεωρητική Έφεση.
Θέσεις εμπλεκόμενων μερών
Θέσεις Αιτήτριας
Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι μπορούσε να γίνει επανεξέταση της υπό αναφοράς καταγγελίας μετά από την ακύρωση και την ανάκληση των αποφάσεων που είχαν εκδοθεί και/ή διαδικασιών και/ή άλλης παρόμοιας καταδικαστικής απόφασης.
Επικαλούμενη την ακύρωση του διοικητικού προστίμου με την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου στις 7/10/2011, η Αιτήτρια υποστήριξε ότι η διενέργεια επανεξέτασης οδήγησε σε νέα δίωξη επί των ιδίων γεγονότων, κατά παράβαση του νομικού αξιώματος non bis in idem και του Άρθρου 12(2) του Συντάγματος.
Επιπλέον, η Αιτήτρια ανέφερε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι η Επιτροπή μπορούσε να επιβάλει πρόστιμο βάσει του άρθρου 41 του Νόμου, το οποίο απαγορεύει την επιβολή προστίμου μετά την πάροδο πέντε ετών από την έναρξη της διαδικασίας. Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι ο χρόνος προσμετράται από την ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας, ήτοι την 3/11/2005 και ως εκ τούτου, η επανεξέταση που έλαβε χώρα στις 26/1/2012, περίπου επτά έτη μετά την καταγγελία έγινε κατά παράβαση του πιο πάνω άρθρου του Νόμου.
Περαιτέρω, η Αιτήτρια προέβαλε ισχυρισμούς περί πλάνης και έλλειψης δέουσας έρευνας. Προς επίρρωση της θέσης της, ανέφερε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και χωρίς αιτιολογία κατέληξε στο ότι η απόφαση της Επιτροπής ήταν νόμιμη και δεόντως αιτιολογημένη. Ισχυρίστηκε ότι τα θέματα που ήγειρε για την υποστήριξη της θέσης της στα πλαίσια της Προσφυγής αρ. 2004/2012 δεν ήταν τεχνικής φύσης ως κρίθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο εσφαλμένα απέρριψε την προσφυγή. Τέλος, η Αιτήτρια ανέφερε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με τα εξής ζητήματα: τον εσφαλμένο ορισμό αγοράς, την κατοχή δεσπόζουσας θέσης με βάση τις καθιερωμένες αρχές, τις προϋποθέσεις κατάδειξης ουσιώδους διευκόλυνσης, το γεγονός ότι η Αιτήτρια δεν ήταν ήταν ανταγωνιστής του Ενδιαφερόμενου Μέρους, την εναλλαξιμότητα των υπηρεσιών και την τεχνική, αλλά και αντικειμενική, αδυναμία προσφοράς της επίδικης υπηρεσίας.
Θέσεις Καθ’ ης η Αίτηση
Η Καθ’ ης η Αίτηση υποστήριξε ότι οι ενέργειες της ήταν καθόλα νόμιμες, εντός των εξουσιών της, ότι είχε προβεί σε δέουσα έρευνα και ότι όλα τα ουσιώδη γεγονότα και στοιχεία είχαν συνεκτιμηθεί.
Επιπρόσθετα, η Καθ’ ης η Αίτηση ισχυρίστηκε ότι η Αιτήτρια επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς που είχαν τεθεί κατά την ενώπιόν της διαδικασία και είχαν απαντηθεί στην απόφασή της, προσθέτοντας ότι δεν έχει υποστηριχθεί ο ισχυρισμός περί πλάνης και έλλειψης δέουσας έρευνας.
Απόφαση Δικαστηρίου
Το Δικαστήριο αφού εξέτασε τους ισχυρισμούς που τέθηκαν ενώπιον του για την υποχρέωση της διοίκησης να προβεί σε επανεξέταση, ανέφερε ότι η Επιτροπή έπρεπε να προβεί σε επανεξέταση της καταγγελίας για να διαφυλαχθούν τα δικαιώματα των εμπλεκομένων μερών.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η επανεξέταση ήταν ουσιαστικά αναγκαίο συνεπακόλουθο της επανόρθωσης της Επιτροπής για το τυπικό λάθος της, ως προς τη μη νόμιμη συγκρότησή της κατά τη λήψη της απόφασης που ακυρώθηκε στις 7/10/2011 στα πλαίσια της Προσφυγής αρ. 2/2011, λόγω παράνομου διορισμού του Προέδρου της.
Στην απόφασή του το Δικαστήριο τόνισε επίσης ότι η καταγγελία του Ενδιαφερόμενου Μέρους εξακολουθούσε να είναι ενεργή, και η Επιτροπή διά την εκπλήρωση του καθήκοντός της για προστασία της ελεύθερης άσκησης ανταγωνισμού, ορθά διενήργησε επανεξέταση.
Το Δικαστήριο σημείωσε στην απόφασή του ότι, ενόψει και της ακυρωτικής απόφασης ημερομ. 7/10/211 για τυπικούς λόγους, το γεγονός ότι δεν είχε εκδοθεί απόφαση για τα θέματα ουσίας και ακυρώθηκε το διοικητικό πρόστιμο που επιβλήθηκε, δεν μπορούν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι η ΑΤΗΚ αθωώθηκε από την Επιτροπή. Επομένως, η επανεξέταση που έγινε στην προσπάθεια της Επιτροπής για διόρθωση του τυπικού της παραπτώματος, δε συνιστούσε δίωξη αλλά ούτε και τιμωρία προς την ΑΤΗΚ.
Επιπρόσθετα, το Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει τους ισχυρισμούς που ηγέρθησαν σχετικά με τις προθεσμίες επιβολής των διοικητικών προστίμων σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 41 του Νόμου. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποσαφήνισε ότι η προθεσμία δεν θα πρέπει να υπολογίζεται από την ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας αλλά από την ημέρα που τερματίστηκε η παράβαση.
Στην υπό αναφορά υπόθεση η παράβαση τερματίστηκε στις 15/10/2010, ημερομηνία κατά την οποία η ΑΤΗΚ κοινοποίησε στο Ενδιαφερόμενος Μέρος την τεχνική λύση για την παροχή της νέας υπηρεσίας. Επομένως, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν παρήλθαν τα πέντε έτη που ορίζει το άρθρο 41 του Νόμου έχοντας υπόψη το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής εκδόθηκε στις 8/10/2012 και η προθεσμία διακόπηκε με την ενεργοποίηση της διαδικασίας εξέτασης της παράβασης από την Επιτροπή.
Όσον αφορά τους λόγους έφεσης περί πλάνης για τα πράγματα και έλλειψης δέουσας έρευνας, το Δικαστήριο, επεσήμανε ότι το βάρος της απόδειξης το έχει ο Αιτητής. Συγκεκριμένα, σημειώθηκε ότι ο Αιτητής θα πρέπει να προσκομίσει τέτοια στοιχεία που κλονίζουν το τεκμήριο της νομιμότητας της διοικητικής πράξης, η οποία δύναται να ακυρωθεί κατά την άσκηση της αναθεωρητικής εξουσίας του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν προσκομίστηκαν στοιχεία από την ΑΤΗΚ που να τεκμηριώνουν τη θέση της για πλάνη περί τα πράγματα και έλλειψη δέουσας έρευνας από την Επιτροπή.
Κατάληξη
Το Δικαστήριο απέρριψε την Αναθεωρητική Έφεση με το σκεπτικό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν καθόλα νόμιμη, σύμφωνη με τα γεγονότα της υπόθεσης και εύλογα επιτρεπτή. Κατά συνέπεια κρίθηκε ότι ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υποκατέστησε την κρίση της Επιτροπής με τη δίκη του κρίση.
Σχολιασμός
Το Δικαστήριο διασαφηνίζει ότι η διεξαγωγή επανεξέτασης, ακόμα και μετά από ακυρωτική απόφαση για τυπικούς λόγους, είναι επιβεβλημένη, με σκοπό τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων όλων των εμπλεκομένων μερών στη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής. Η επανεξέταση σε τέτοια περίπτωση, αν και μπορεί να οδηγήσει τελικά σε δυσμενή διοικητική πράξη για τον διοικούμενο, δεν παραβιάζει το νομικό αξίωμα και τη Συνταγματική Αρχή του non bis in idem.
Ως προς την προθεσμία επιβολής των διοικητικών προστίμων, ορθώς και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 41(3) του Νόμου, το Δικαστήριο έκρινε ότι διακόπτεται σε περίπτωση που η Επιτροπή ενεργοποιεί τη διαδικασία για εξέταση της παράβασης.
Επιπρόσθετα, το Δικαστήριο τόνισε ότι το βάρος απόδειξης σε ισχυρισμούς περί πλάνης για τα πράγματα και παράλειψης δέουσας έρευνας το φέρει ο αιτητής. Πιο συγκεκριμένα, ανέφερε ότι ο αιτητής έχει την ευθύνη να αποδείξει ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα και η διοίκηση παρέλειψε να προβεί σε δέουσα έρευνα, προσκομίζοντας τέτοια πειστικά στοιχεία που θα ανατρέψουν το τεκμήριο της νομιμότητας των αποφάσεών της.